Ο προσανατολισμός του Θεάτρου δεν ακολουθεί εκείνον των οδών και των περισσότερων κτισμάτων της πόλης. Η επιλογή αυτή υπαγορεύτηκε προφανώς από την ανάγκη προσαρμογής στο φυσικό ανάγλυφο, εφόσον το μνημείο δεν κτίστηκε σε επίπεδο έδαφος. Αν και έχει υποστεί μεγάλες φθορές από πολλούς παράγοντες, ακόμη και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όταν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το κοίλο χρησιμοποιήθηκε από τους Ιταλούς ως αντιαεροπορικό πολυβολείο, αποτελεί ένα από τα επιβλητικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου της Νικόπολης, λόγω της διατήρησής του σε μεγάλο ύψος αλλά και της εξέχουσας και περίοπτης θέσης του.
Το Θέατρο της Νικόπολης συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που το εντάσσουν στα ρωμαϊκού τύπου θέατρα: περιμετρικός αναλημματικός τοίχος, αναλήμματα εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, ανώτερο τμήμα του κοίλου με θολοσκεπείς εισόδους, προσκήνιο (pulpitum) και ορχήστρα, πάροδοι και κάτω κοίλο (ima cavea) με λίθινα εδώλια. Με κριτήριο τη θέση και τον τρόπο δόμησης αναγνωρίζονται δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη (τέλη 1ου π.Χ/αρχές 1ου μ.Χ. αιώνα) ανήκουν ο περιμετρικός τοίχος, τα αναλήμματα, οι πάροδοι καθώς και τμήμα του κοίλου και του σκηνικού οικοδομήματος. Στη δεύτερη φάση πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες μετασκευές και προσθήκες σε τμήματα του κοίλου και του σκηνικού οικοδομήματος.
Ο περιμετρικός τοίχος, τα αναλήμματα και η στοά: Το κατώτερο τμήμα του κοίλου στηρίζεται στο φυσικό πρανές του λόφου, ενώ το ανώτερο σε λιθόκτιστες υποδομές, σύμφωνα με το σύστημα στήριξης του κοίλου των ρωμαϊκών θεάτρων. Περιμετρικά ορίζεται με ημικυκλικό τοίχο υποστηριζόμενο ανά τακτά διαστήματα από αντηρίδες. Στο ανώτερο τμήμα του περιμετρικού τοίχου του κοίλου εξέχουν κατά διαστήματα ζεύγη λίθων καθ’ ύψος για τη στήριξη των ξύλινων στύλων, στους οποίους έδενε η τέντα που προστάτευε τους θεατές από την βροχή και τον ήλιο. Οι λίθοι της ανώτερης σειράς φέρουν διαμπερή οπή και της κατώτερης βάθυνση. Τρεις αψιδωτές είσοδοι (vomitoria) ανοιγμένες συμμετρικά στην περίμετρο, οδηγούσαν μέσω θολωτών διαδρόμων στο αρχικό διάζωμα (praecinctio πλάτους 2,5μ.) που διαχώριζε το άνω από το κάτω κοίλο. Η πρόσβαση των θεατών στα δύο πλαϊνά vomitoria γινόταν με κλιμακοστάσια.
Στο ανώτατο σημείο του κοίλου βρισκόταν η περιμετρική στοά (porticus in summa cavea) που οριζόταν εξωτερικά από συνεχή τοίχο οπτοπλινθοδομής. Τρεις συμμετρικά τοποθετημένες θύρες εξυπηρετούσαν την διέλευση των θεατών, η μεσαία εκ των οποίων βρίσκεται ακριβώς επάνω από το κεντρικό vomitorium.
Τα αναλήμματα στην πρόσοψη του θεάτρου, εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, είναι κτισμένα με μεγάλες λιθοπλίνθους, οι οποίες προέρχονται από αρχαιότερα οικοδομήματα της περιοχής και συχνά φέρουν τόρμους ή άλλα στοιχεία της πρώτης χρήσης τους. Δύο θολωτές κεκλιμένες πάροδοι (aditus maximi) εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, οδηγούσαν στην ορχήστρα. Πάνω από τη δυτική πάροδο αποκαλύφθηκε θεωρείο (tribunalium), η διακεκριμένη θέση για τους αξιωματούχους. Στοιχεία αντίστοιχου θεωρείου εντοπίζονται και στα ερείπια της ανατολικής παρόδου.

Το Κοίλο (cavea): Περιμετρικά του τόξου της ημικυκλικής ορχήστρας αναπτύσσεται το κοίλο σε δύο ζώνες: το άνω κοίλο (summa cavea) και το κάτω κοίλο (ima cavea). Τα εδώλια του άνω κοίλου ήταν λίθινα και εδράζονταν σε χυτό λιθόδεμα πάνω στις υποδομές που στήριζαν το κοίλο. Στο άνω κοίλο τα εδώλια έχουν λιθολογηθεί στο παρελθόν, εκτός από ολιγάριθμα δείγματα. Ορισμένα φέρουν επιγραφές με τα ονόματα των κατόχων της θέσης. Σημαντικός αριθμός εδωλίων του κάτω κοίλου, τα οποία ήταν κτισμένα πάνω σε φυσικό έδαφος, διατηρούνται κατά χώραν.
Ορχήστρα (orchestra): Η ορχήστρα ήταν ημικυκλική (διαμ. 22μ.) και διατηρεί λίθινο πολύχρωμο δάπεδο από μεγάλες ασβεστολιθικές και μαρμάρινες πλάκες. Το κέντρο χάραξης του ημικυκλίου της βρίσκεται στο μέσον της νοητής διαμέτρου που ορίζουν οι τοίχοι του δυτικού και ανατολικού αναλήμματος.
Σκηνικό Οικοδόμημα: Το σκηνικό οικοδόμημα της πρώτης οικοδομικής φάσης κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε με νεότερο, το οποίο διατήρησε την αρχική χάραξη του κτίσματος. Το νεότερο κτίσμα (44Χ6μ.), που σε ορισμένα τμήματα διατηρείται 9μ. πάνω από τη σημερινή στάθμη του εδάφους, κτίστηκε εξ ολοκλήρου με οπτοπλίνθους κατά το σύστημα δομής opus testaceum.
Η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) ήταν ευθύγραμμη και έφερε στο ισόγειο τρεις τοξωτές εισόδους, από τις οποίες η κεντρική (valva regia) διαμορφώνεται μέσα σε κόγχη, ενώ οι δύο πλαϊνές (valvae hospitaliae) είναι χαμηλότερου ύψους.
Οι δύο τοίχοι της σκηνής, ο εσωτερικός (σκηνική πρόσοψη ή scaenae frons) και ο εξωτερικός, απέχουν μεταξύ τους 2,70μ., δημιουργώντας έναν μακρόστενο χώρο, το εσωτερικό της σκηνής (postscaenium). Η κάλυψη του postscaenium, τουλάχιστον στο ύψος του πρώτου ορόφου, ήταν θολωτή, αποτελούμενη από επτά εγκάρσιες καμάρες, οι οποίες στηρίζονταν σε έξι εγκάρσιους τοίχους, με ένα άνοιγμα στον καθένα για την διέλευση μεταξύ των χώρων. Η σκηνική πρόσοψη (μήκους 37μ.) διακοσμούνταν με διώροφη προεξέχουσα πρόσταση αποτελούμενη από κιονοστοιχία με ευθύγραμμο θριγκό.
Κατά μήκος της πρόσοψης εκτείνεται το προσκήνιο (pulpitum) πλάτους 4,5μ. Εδώ λάμβαναν χώρα τα δρώμενα των παραστάσεων και όχι στην ορχήστρα. Στην πρόσοψή του το προσκήνιο έφερε εναλλασσόμενες ημικυκλικές και ορθογώνιες κόγχες με πολύχρωμη ορθομαρμάρωση. Πίσω από τις κόγχες υπήρχε η αύλακα για τον μηχανισμό της αυλαίας.
Το προσκήνιο πλαισιώνεται από τα παρασκήνια (versurae), ορθογωνικά, πολυώροφα κτίσματα με εισόδους προς το προσκήνιο.
Από το κτίσμα της πρώτης οικοδομικής φάσης διατηρήθηκαν ορισμένα τμήματα του τοίχου της πρόσοψης της σκηνής, ενσωματωμένα στους νεότερους τοίχους, καθώς και οι θεμελιώσεις, όπου κρίθηκαν επαρκείς. Τα κατακερματισμένα δομικά υλικά από την κατεδάφιση του οικοδομήματος της πρώτης φάσης χρησιμοποιήθηκαν ως αδρανή στο λιθόδεμα της θεμελίωσης της νέας κατασκευής.